χυρρεῖον

χυρρεῖον
χυρρεῖον
swine-collar
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χυρρείον — τὸ, Α ο χυρράβιος*, όργανο με το οποίο ακινητοποιούσαν τους χοίρους. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χύρρα] …   Dictionary of Greek

  • χύρρα — Α επιφών. κάλεσμα για χοίρους («οὕτως εἰώθασι ταῑς ὑσὶν ἐπιφθέγγεσθαι», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χύρρα, λ. που χρησιμοποιείται για το κάλεσμα τών χοίρων, καθώς και οι τ. χυρράδιοι και χυρρεῖον (ή χύριον), που δηλώνουν την ξύλινη ράβδο την οποία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”